συγκλώθω

συγκλώθω
ΜΑ
μτφ. συνδέω με κλήρο ή κατά τύχη
αρχ.
παθ. συγκλώθομαι
α) συνδέομαι με συρραφή, κλώθομαι μαζί με κάτι άλλο
β) (για γεγονότα) είμαι συνυφασμένος με κάτι
γ) (για πρόσ.) συνδέομαι με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κλώθω «γνέφω, ορίζω την ανθρώπινη μοίρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύγκλωσις — ώσεως, ἡ, Α [συγκλώθω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγκλώθω 2. μτφ. ένωση από τη μοίρα …   Dictionary of Greek

  • ασύγκλωστος — ἀσύγκλωστος, ον (AM) [συγκλώθω] 1. αυτός που δεν έχει κλωστεί κανονικά, ο ασύνδετος 2. ο παράταιρος, ο ασυμβίβαστος …   Dictionary of Greek

  • κλώθω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη της Νύχτας και μία από τις τρεις Μοίρες. Ο Πλάτων ονομάζει τις Μοίρες στην Πολιτεία του κόρες της Ανάγκης και αναφέρει ότι η Κ. ψάλλει το παρόν και, καθώς κλώθει, εκφράζει την πλοκή των γεγονότων που αποτελούν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”